ΔΟΝΗΣΗ ΗΜΕΡΑΣ 09/03/2020

09/03/2020
Αριθμολογία: 9322/1222/16/7
ΗΛΙΟΣ στους ΙΧΘΕΙΣ
(ΥΠΕΡ)ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ στην ΠΑΡΘΕΝΟ
Χρώμα: ΡΟΖ ΦΟΥΞΙΑ-ΡΟΖ ΚΟΡΑΛΛΙ- ΡΟΖ με λαχανί πιτσιλιές



Η Πανσέληνος, νεαρή κοπέλα, φοράει το ροζ κοραλλί φόρεμά της και κοιτάζεται στον καθρέπτη πριν βγει στον νυχτερινό ουρανό. Εδώ και ώρα χτενίζει τα μακριά μαλλιά της, ενώ όλη η κάμαρα γύρω της αστράφτει από καθαριότητα και μοσχοβολά πράσινο σαπούνι και λεβάντα. Ξυπόλητη στους αγρούς τριγυρνούσε τις τελευταίες μέρες για να μαζέψει την άνοιξη και να την κλείσει σε μπουκαλάκια. Αλχημίστρια από τις λίγες. Σιωπηλή και μυστηριακή. Στο τετραδιάκι της σημειώνει τη νέα τελετουργία που εμπνεύστηκε για σήμερα και το κρύβει διακριτικά στο συρτάρι με τα εσώρουχα. 

Όλο το πρωινό είχε πιάσει κουβέντα με τον ήλιο, αν και αυτός της φάνηκε ότι "έκανε νερά" και μύριζε ψαρίλα. Αιώνες, συνομιλεί μαζί του τέτοια εποχή και άκρη δε βγάζει. Παρόλα αυτά τον θαυμάζει. Και κατά ένα μαγικό τρόπο την ημέρα της Πανσελήνου καθρεπτιζόταν πάνω στη γη μια νέα γνώση που λάμβανε, μια νέα μύηση, μια συνειδητοποίηση που όλο το χρόνο ερευνούσε. Και ύστερα αποσυρόταν για να την καταγράψει. Να την κάνει λόγο ή τραγούδι και να βγει μετέπειτα στα λιβάδια για να τη μοιράσει σε όλη την πλάση. 

Ή για μια μόνο βραδιά έκλαιγε ασταμάτητα. Άνοιγε θαρρείς η έσω βρύση της και όλα γίνονταν νερά και λίμνες και ποτάμια και θάλασσες και ωκεανοί δακρύων. Μια Ζωοδόχος Πηγή. 


Συνέχιζε να χτενίζει τα μαλλιά της και να κοιτά κλεφτά από το παράθυρο τη θέση του ήλιου Ψαρά. Στα δίχτυα του είχε αρκετές φορές μπλεχτεί.
Τα δίχτυα του αρκετές φορές είχε τρυπήσει ή συναντήσει σε αυτά ενδιαφέροντες πλανήτες συνοδοιπόρους. Και έτσι μπλεγμένοι κάθονταν με τις ώρες και αντάλλαζαν απόψεις και αναζητούσαν τρόπους να ξεμπλέξουν. Καμιά φορά μπλέκονταν πιο βαθιά από επιλογή για να έχουν περισσότερο χρόνο να μιλήσουν. Να γνωριστούν. Να κάνουν τα προξενιά. 

Γιατί η Πανσέληνος Παρθένος ήταν ξακουστή προξενήτρα. Από τις λίγες στο σύμπαν. 

Σήμερα, δεν έλεγε να αφήσει το χτένι. Τα μακριά μαλλιά της κυμάτιζαν στον αέρα ίδια θάλασσα και ο ήλιος για μια στιγμή μπερδεύτηκε και όρμηξε από το ανοικτό παράθυρο τραβώντας με δύναμη τις κουρτίνες. 
"Μα τον Ποσειδώνα" της είπε "πότε θα είσαι έτοιμη;" περισσότερο για να δικαιολογηθεί, περισσότερο για την μπερδεψιά του, που ήρθε πιο νωρίς και την βρήκε. Την κύκνο παρθένο με τα μακριά κυματιστά μαλλιά της. 

Και η Πανσέληνος Παρθένος άπλωσε το κύκνειο χέρι της όλο χάρη και τον άγγιξε. 

"Ήλιε μου Ηλιάτορα, μια που ήρθες ως εδώ, πες μου σε παρακαλώ (γιατί πάνω από όλα είχε τρόπους η Πανσέληνος αυτή) μια ιστορία για τη σημερινή μέρα. Και εγώ υπόσχομαι να το κάνω τραγούδι και να στο τραγουδάω στο νυχτερινό μου περίπατο. 


Και ο Ήλιος ο Ψαράς άλλο που δεν ήθελε να κάτσει εκεί σιμά της και να της λέει ιστορίες... και βρήκαν ευκαιρία τα σύννεφα και βγήκαν... και η βροχή που είχε μαζευτεί στα τούλια τους έκαναν μία τσουπ! βουτιά και πέσαν με όλα τα κανάτια τους στη γη και αρχίσαν οι βροντές και αρχίσαν οι αστραπές (να δουν που πέσαν τα κανάτια να τα μαζώξουν μετά τη βροχή. Νοικοκυρεμένα πράγματα....).

Και έτσι μέσα στην υγρή ομίχλη αρχίνισε και η ιστορία... 

Κάποτε στα χρόνια τα παλιά ήταν ένα παλικάρι σαν τα κρύα τα νερά. Φτωχό παιδί με πλούσια καρδιά. Και αγάπησε μια κόρη. Κόρη περήφανη και ξιπασμένη. Κόρη που ήλιος δεν την είχε δει και είχε δέρμα λευκό σα μάρμαρο. Ήξερε να υφαίνει όσες λίγες και αυτό την έκανε ακόμα πιο ξιπασμένη. Αυτός όμως τίποτα δεν ήθελε να ακούσει. Καμιά ορμήνεια καμιά συμβουλή και ας "μάλλιασε" η γλώσσα της μάνας του. Πού πας του έλεγε ξυπόλητος στα αγκάθια; Τι ζητάς εσύ από μια τέτοια κοπελιά; Όμορφη είναι δεν λέω. Αλλά καρδιά δεν έχει. Εσύ παρά δεν έχεις αλλά άμα δουλέψεις θα αποκτήσεις. Αυτή άλλη καρδιά που να βρει; Και έτσι ξιπασμένη που είναι σιγά μην σε κοιτάξει! Άστην γιόκα μου να πάει στο καλό. Μια καρδιά μάλαμα έχεις γιατί θες να τηνε σπάσεις; 

Αυτός κουφός, τυφλός, χωλός. Όλα τα αυτιά, τα μάτια και τα πόδια του να έβλεπες. Μόνο προς τα εκεί ήταν στραμμένα όπως τα ηλιοτρόπια γέρνουν προς το φως και τον ήλιο. 

"Και τι έγινε παρακάτω ήλιε μου ηλιάτορα;" ρώτησε όλο ανυπομονησία η Παρθένος Πανσέληνος. 


Και ο ήλιος ο ψαράς  συνέχισε...

Και βγήκε η κόρη να υφάνει στον αργαλειό και πήρε όλα τα χρώματα του κόσμου και τα έβαλε στο υφαντό της. Και γέμισε η αυλή λούλουδα και σπίτια με κεραμίδια. Με πουλιά όλων των χρωμάτων και των σχημάτων και φράσεις ευχές σε όλο το μήκος και πλάτος του. Και θάλασσα έκανε. Και ποταμούς. Και ύστερα πήγε και το απίθωσε μπροστά στο παλικάρι και του είπε: "Μπορείς να μου φέρεις αυτόν τον κόσμο εδώ; Εάν ναι, φέρτον και μέσα σε αυτόν να ζήσουμε. Αν πάλι όχι, φύγε και μην σε ξαναδώ". Και το παληκάρι που είχε καρδιά μάλαμα και μυαλά πιο πάνω από τα σύννεφα της είπε: "Θα στον φέρω κυρά και σε αυτόν μέσα να ζήσουμε". Και δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει κινά για τα βουνά. Και χρόνια έλειψε πολλά. Απέκτησε και γκρίζα μαλλιά. Μα τον βρήκε τον κόσμο και τον απίθωσε στα μικροκαμωμένα πόδια της. 
Και αυτή του είπε: "Άργησες. Είδα και απόειδα και έφτιαξα άλλο υφαντό και πήρα άντρα ψηλό καραβοκύρη που αρμενίζει στα πέλαγα και από την Αφρική μου φέρνει φίλντισι και από την Ασία μετάξι." Και ούτε που γύρισε να τον δευτεροκοιτάξει. 

Και αυτός μάζεψε τον κόσμο από τα πόδια της και σκυφτός κίνησε για το σπιτικό του. Να δει τη μάνα του και να ξαποστάσει ύστερα από τόσο μεγάλο ταξίδι. Ούτε ένα παράπονο δεν άκουσες να βγαίνει από τα χείλη του ούτε μια τόση δα πίκρα. 
"Άργησα το λοιπόν" ψέλλισε μονάχα και ούτε πήγε στο μυαλό του ότι μπορεί και ναταν μια κάποια δικαιολογία της κυράς. 

Και η μάνα πήρε τον κόσμο που έφερε το παληκάρι και το άπλωσε στο σκοινί να λιαστεί στον ήλιο. Να κυματίσει ελεύθερο και να αεριστεί. Και το υφαντό ζωντάνεψε μεμιάς και τον καλούσε. 

Και έδωσε ένα πήδο το παληκάρι και μπήκε στο υφαντό. 
Και έζησε εκεί καλά και εμείς καλύτερα. 


Σιωπή απλώθηκε στην κάμαρα. Ενώ από το ανοικτό παράθυρο το κελάηδισμα ενός αηδονιού μόνο ακουγόταν. 

Και ύστερα ο Ήλιος ο Ηλιάτορας της είπε και άλλες ιστορίες. Μα εκείνη μονάχα αυτή συγκράτησε και σκεφτόταν το υφαντό που ζωντάνεψε και τον καλούσε και αυτός ανταποκρίθηκε. 

Και ο Ήλιος ο Ψαράς σιώπησε να ακούσει το αηδόνι ενώ κοιτούσε το χώμα της ιερής γης. Τα πρώτα σκουλίκια της άνοιξης είχαν ξεμυτίσει. Όργωναν τη γη και τη γονιμοποιούσαν. Όλα τα ζωύφια βαθμιαία ξυπνούσαν από τη χειμερία νάρκη και ετοιμάζονταν. 

Η Παρθένος Πανσέληνος άφησε το χτένι στο τραπεζάκι με τα αρώματά της και έπιασε τον Ήλιο αγκαζέ. Ήταν έτοιμη να στροβιλιστεί στον νυχτερινό ουρανό. 

"Πήρα κόκκινα γυαλιά και όλα γύρω σινεμά..." άρχισε να σιγοτραγουδά και ξαφνιάστηκε και η ίδια με την επιλογή της. 

Πού είναι ο ορθολογισμός και η τάξη του νου της; Τι συνέβη; 

Ποια χορδή της άγγιξε αυτή η ιστορία... και τι άραγε θα έβλεπε από τον καθρέπτη σήμερα; 

Εάν έχεις κάποια ιδέα βάλτην στα σχόλια... και μην ξεχάσεις σήμερα το βράδυ αφού χαλαρώσεις να κοιτάξεις και εσύ μέσα σου... να δεις τη δική σου συνειδητοποίηση... 


Καλή Πανσέληνο! 

#HappyHeartist
Βασιλική 






Comments

Popular Posts